- σπεύδει
- σπεύδωset goingpres ind mp 2nd sgσπεύδωset goingpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… … Pierer's Universal-Lexikon
варити — ВАР|ИТИ1 (27), Ю, ИТЬ гл. Варить: ти. ѥгда бо братии манастырѩ сего хотѩщемъ варити или хлѣбы пещи... възьметь бл҃гословление. отъ игоумена. ЖФП XII, 48г; нѣции по рожьствѣ ст҃го д҃не х҃а б҃а нашего. варѩть моукоу нѣ съ чимь. и то˫а приносѩще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασπέδιστος — η, ο [σπεδίζω] 1. (για άλογα) εκείνος που δεν του έβαλαν λουριά στα πόδια («ασπέδιστο πουλάρι») 2. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ανέχεται περιορισμούς β) όποιος δεν σπεύδει ή δεν βιάζεται να κάνει κάτι 3. (για νερό) εκείνος που δεν… … Dictionary of Greek
βοηθόος — βοηθόος, ον (Α) 1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη 2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)] … Dictionary of Greek
θοάς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Καλυδώνας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν γιος του Ανδραίμονα και παππούς του Όξυλου, ο οποίος οδήγησε τους Ηρακλείδες, μαζί με τους Δωριείς, στην Πελοπόννησο. Στον Τρωικό πόλεμο, ο Θ. ήταν αρχηγός των… … Dictionary of Greek
κλυσιδρομάς — κλυσιδρομάς, ό, ἡ (Α) αυτός που σπεύδει να βρέξει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυσι (< κλύζω), + δρομάς (< δρομάς < δρόμος), πρβλ. εκ δρομάς, περι δρομάς. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
λίταργος — λίταργος, ον (Α) αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω] … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… … Dictionary of Greek
ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων … Dictionary of Greek